Το παραμύθι ως μέσο αγωγής.

10799603_10205503495765906_408335921_nΤο παραμύθι αποτελεί σημαντικό μέσο αγωγής του παιδιού. Η εισαγωγή του στα σχολικά Προγράμματα της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και κυρίως στο Νηπιαγωγείο, όπου το νήπιο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει «μαγικά», ανιμιστικά τον κόσμο, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι μέσα από το παραμύθι μπορεί να ερμηνευτεί σ’ ένα πρώτο επίπεδο κατανόησης το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον του παιδιού. Μέσα από το παραμύθι το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με τους φόβους του και την οικογενειακή περιπέτεια. Καθώς ταυτίζεται με τους ήρωες της ιστορίας, βιώνει συγκινήσεις, αποκτά συναισθήματα συμπόνιας και αυτό-επιβεβαιώνεται με τις περιπέτειες των μικρών και αδύναμων και την τελική επικράτησή τους έναντι των δυνατών. Η πάντα αίσια κατάληξη στο τέλος της ιστορίας αποκαθιστά την ηθική τάξη των πραγμάτων και εξαγνίζει το παιδί.
Το παραμύθι αποτελεί σύνθετη πνευματική τροφή για τον άνθρωπο, που βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της ψυχικής του ζωής.
Ο γνωστός Ιταλός παιδαγωγός και συγγραφέας Gianni Rodari (1920-1980) υποστήριξε ότι τα παραμύθια συμβάλλουν στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας, προσφέροντας ένα πλήθος δημιουργικών ερεθισμάτων και κινήτρων, στο σπίτι ή στο σχολείο, από την αισθητική απόλαυση της ακρόασής τους έως τη μύηση στην τέχνη ή την επιστήμη: «Τα παραμύθια χρησιμεύουν στα μαθηματικά, όπως και τα μαθηματικά χρησιμεύουν στα παραμύθια. Χρησιμεύουν στην ποίηση, στη μουσική, στην ουτοπία, στην πολιτικοποίηση: κοντολογίς, στο σωστό άνθρωπο, όχι μόνο στο φαντασιοκόπο. Χρησιμεύουν ακριβώς επειδή, φαινομενικά, δε χρησιμεύουν σε τίποτα: όπως η μουσική και η ποίηση, όπως το θέατρο και τα σπορ. […] Χρησιμεύουν στον ολοκληρωμένο άνθρωπο».
Σημαντική είναι η συμβολή του παραμυθιού και στο χώρο της Ειδικής Αγωγής, ιδιαίτερα στα αυτιστικά παιδιά, τα οποία αντιλαμβάνονται αποσπασματικά τον περιβάλλοντα κόσμο τους και αντιμετωπίζουν μικρές έως πολύ μεγάλες δυσκολίες στους τομείς της κοινωνικότητας και της επικοινωνίας. Η κατάλληλη αξιοποίηση των συμβολικών αναπαραστάσεων, των ιδεών και των εμπειριών του πραγματικού και του φανταστικού ενυπάρχουν στο παραμύθι, παρέχουν το απαραίτητο πλαίσιο δημιουργίας συνθηκών κοινωνικής αλληλεπίδρασης, για να ασκηθεί το αυτιστικό παιδί στη συμμετοχικότητα, στη συνεύρεση, στις κοινωνικές δεξιότητες της ακρόασης, του διαλόγου και της αναδιήγησης, καθώς και στις νοητικές ενέργειες της σειροθέτησης, της ταξινόμησης και της αντιστοίχισης, τομείς στους οποίους παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις.
Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική παιδαγωγική αξιοποίηση του παραμυθιού είναι η επιλογή της κατάλληλης ιστορίας, που θα προκαλεί και θα διατηρεί το ενδιαφέρον του αυτιστικού παιδιού και θα παρουσιάζει συγκεκριμένα και με σαφή διαδοχική σειρά τα γεγονότα της διήγησης, ώστε να αποτελέσει για το παιδί μια ευχάριστη εναλλακτική επιλογή δραστηριότητας, που θα επαναλαμβάνει την επανάληψή της.
Η αφήγηση του παραμυθιού είναι προτιμότερη συγκριτικά με την ανάγνωσή του, γιατί, μεγιστοποιώντας τα οφέλη του παραμυθιού για το παιδί, συνδέει μ’ ένα μοναδικό τρόπο τον αφηγητή με τον ακροατή. Δημιουργείται μεταξύ τους μια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης, που διευκολύνει ιδιαίτερα το παιδί να συμμετάσχει ψυχικά και πνευματικά στην αφηγηματική διαδικασία απολαμβάνοντας τη διήγηση, όσο αυτή διαρκεί.
Αυτός είναι ο λόγος που, κατά τον Bettelheim, η αφήγηση του παραμυθιού πρέπει αρχικά να είναι μια σχέση ανάμεσα σε γονέα και παιδί. Ο γονέας-αφηγητής φαίνεται να επιδοκιμάζει τη δράση των μικρών, αδύναμων, χαζών και παραγκωνισμένων ηρώων, οι οποίοι στο τέλος βγαίνουν νικητές. Το παιδί που αρχικά φοβάται, μετά αμφιβάλλει, αλλά στο τέλος ταυτίζεται με τον ήρωα του παραμυθιού, αισθάνεται ότι ο αφηγητής-γονέας συναινεί στα διαδραματιζόμενα ή έστω συμμετέχει στα ποικίλα συναισθήματά του. Το παιδί έχει απόλυτη ανάγκη αυτή τη συναίνεση του γονέα για να αισθάνεται ψυχικά ασφαλές.
Ο αφηγητής, είτε είναι ο γονέας είτε ένα άλλο πρόσωπο, πρέπει λοιπόν να συμμετέχει συναισθηματικά στην αφήγηση. Πρέπει να είναι σε θέση να αντιληφθεί από τις αντιδράσεις του παιδιού τι γίνεται στην ψυχή του. Για τον Bettelheim, όταν το παιδί επιμένει σε μια συγκεκριμένη ιστορία, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι συμφωνεί με τα νοήματά της ή ταυτίζεται με κάποιον ήρωα της. Η επανάληψη της ίδιας ιστορίας το γεμίζει κάθε φορά με το ίδιο ευχάριστο συναίσθημα. Ωστόσο, είναι δυνατόν το παιδί να επιλέγει ένα συγκεκριμένο παραμύθι και να ταυτίζεται με τον ήρωα του, αλλά κάθε φορά για διαφορετικό λόγο. Αυτή η μετακίνηση της ταύτισης του παιδιού με τον παραμυθιακό ήρωα βοηθά πολύ την ωριμότητά του. Αυτός άλλωστε είναι και ο παιδαγωγικό ρόλος του παραμυθιού.
Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση έχει η σημασία στη λεπτομέρεια, γιατί αυτή είναι που προκαλεί το ενδιαφέρον και διευκολύνει τις ψυχικές εκδηλώσεις των μικρών ακροατών.
Οι γονείς που έχουν πειστεί από την προσωπική τους εμπειρία για την αξία των παραμυθιών είναι πολύ πιο εύκολο να πουν παραμύθια ή να απαντήσουν σε ερωτήσεις των παιδιών. Αντίθετα, οι γονείς που έχουν αμφιβολίες για την αξία των παραμυθιών δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν ως δίαυλο επικοινωνίας με το παιδί τους.
Αυτό όμως που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται, σύμφωνα με τον Bettelheim, είναι η ερμηνεία των συμβόλων των παραμυθιών. Ο παιδικός νους είναι έτσι οργανωμένος, ώστε να αντιλαμβάνεται απλοποιημένα πράγματα. Επίσης, μέσα από το παραμύθι εκδηλώνονται οι ασυνείδητες δυνάμεις του παιδιού, τις οποίες κατευθύνει στις ιδιότητες των ηρώων της ιστορίας. Αποκαλύπτοντας το πραγματικό νόημα του παραμυθιού, αποκαλύπτουμε συγχρόνως τις ιδέες και τις επιθυμίες του παιδιού που κρύβονται μέσα στο παραμύθι, γεγονός που θα προκαλούσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση στο παιδί. Γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε ανάλυση του παραμυθιού από ψυχολογική σκοπιά. Το παιδί πρέπει να λειτουργεί με τα δικά του σύμβολα που ενώνουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τους δύο κόσμους: τον πραγματικό, στον οποίο ζει, και τον παραμυθιακό.
Το παραμύθι παρέχει σημαντικά οφέλη στο παιδί, καθώς ικανοποιεί την περιέργειά του, ενισχύει τη συγκέντρωση της προσοχής του, συντελεί στη νοητική και τη γλωσσική του ανάπτυξη. […] Ακόμα, καλλιεργεί στο παιδί συναισθήματα συμπάθειας για τους ήρωες που δοκιμάζονται και αντιπάθειας για τους άδικους, καλαισθησίας (το παραμύθι είναι ένα λογοτέχνημα), ηθικής (ο καλός αμείβεται, ο κακός τιμωρείται) κ.ά. Επίσης, διεγείρει τη φαντασία του και το εισάγει στον κόσμο του παιδικού βιβλίου και της λογοτεχνίας. Τέλος, βοηθά το παιδί να γνωρίσει το περιβάλλον του δρώντας ενεργητικά πάνω σ’ αυτό.
Το παραμύθι ενθαρρύνει εναλλακτικές δραστηριότητες παιχνιδιού (δραματοποίηση, κουκλοθέατρο, παιδικό ιχνογράφημα) και καλλιέργειας της δημιουργικής φαντασίας, όπως: δημιουργία μιας νέας ιστορίας με αντιστροφή του θέματος (ο καλός ήρωας γίνεται κακός και ο κακός καλός), διατήρηση του βασικού πλαισίου της ιστορίας αλλά με νέα πλοκή βασισμένη στην επικαιρότητα ή με πρωταγωνιστές τα ίδια τα παιδιά, ή ακόμη κατασκευή από τα παιδιά μιας εντελώς νέας ιστορίας. Ακόμα, μπορούμε να ενθαρρύνουμε το παιδί να πλάσει ένα δικό του παραμύθι και να το δραματοποιήσει, κατανέμοντας τους ρόλους και παρουσιάζοντάς το με όλη τη σχολική τάξη.
Πρέπει πάντως να θυμόμαστε ότι τα παραμύθια συνιστούν κατάλληλα παιδαγωγικά μέσα μόνο εφόσον επιλέγονται ανάλογα με την ηλικία του παιδιού (διαφορετικές ιστορίες κατά την «ηλικία του παραμυθιού» και διαφορετικές κατά την «ηλικία του ρεαλισμού»), τα ενδιαφέροντα του και τη δύναμη της φαντασίας του, και δημιουργούν ατμόσφαιρα ψυχικής αγαλλίασης, εκτόνωσης και δημιουργικότητας

Leave a comment